sconvolgiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skonvolʤiˈmento]
1 θαλάσσωμα
2 θορύβηση
3 δίνη
4 αταξία
5 βαβούρα
6 σύγχυση
7 ταραχή
8 πατιρντί
9 κοσμοχαλασιά
10 ξεσήκωμα
11 αναβρασμός
12 ανακατωσούρα
13 ακαταστασία
14 αναστάτωση
15 αναταραχή
16 αντάρα
17 ανωμαλία
18 αναστάτωμα
19 ανακάτωμα
20 ανασκάλευση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skonvolʤiˈmento]
1 θαλάσσωμα
2 θορύβηση
3 δίνη
4 αταξία
5 βαβούρα
6 σύγχυση
7 ταραχή
8 πατιρντί
9 κοσμοχαλασιά
10 ξεσήκωμα
11 αναβρασμός
12 ανακατωσούρα
13 ακαταστασία
14 αναστάτωση
15 αναταραχή
16 αντάρα
17 ανωμαλία
18 αναστάτωμα
19 ανακάτωμα
20 ανασκάλευση
permalink
sconvolgimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android