Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semicùpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [semiˈkupjo]

μπανιέρα που κάθεσαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semicroma semidenso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semiconsonante (θηλ.ουσ)
semiconvitto (ουσ αρσ )
semiconvittore (ουσ αρσ )
semicoperto (επίθ.)
semicroma (θηλ.ουσ)
semicupio (ουσ αρσ )
semidenso (επίθ.)
semidesertico (επίθ.)
semidiametro (ουσ αρσ )
semidio (ουσ αρσ )
semidistrutto (επίθ.)
semidoppio (επίθ.)
semidotto (αρσ. επίθ και ουσ)
semiduro (επίθ.)
semiesonero (ουσ αρσ )
semifinale (θηλ.ουσ)
semifinalista (ουσ αρσ και θηλ.)
semifluido (επίθ.)
semifreddo (ουσ αρσ )
semifreddo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---