ItalianoGreco


seminàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [semiˈnato]

1 σπαρμένο έδαφος
2 σπαρμένο χωράφι

seminàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [semiˈnato]

1 σπαρτός
2 διάσπαρτος
3 διασπαρμένος
4 σπαρμένος
5 σκόρπιος
6 κατάσπαρτος
7 εγκατεσπαρμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---