Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seminàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [semiˈnato]

1 σπαρμένο έδαφος
2 σπαρμένο χωράφι

seminàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [semiˈnato]

1 σπαρτός
2 διάσπαρτος
3 διασπαρμένος
4 σπαρμένος
5 σκόρπιος
6 κατάσπαρτος
7 εγκατεσπαρμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  seminativo seminatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seminario (ουσ αρσ )
seminarista (ουσ αρσ )
seminaristico (αρσ. επίθ και ουσ)
seminata (θηλ.ουσ)
seminativo (αρσ. επίθ και ουσ)
seminato (ουσ αρσ )
seminato (επίθ.)
seminatoio (αρσ. επίθ και ουσ)
seminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
seminatrice (θηλ.ουσ)
seminatura (θηλ.ουσ)
seminfermità (θηλ.ουσ)
seminfermo (αρσ. επίθ και ουσ)
seminifero (επίθ.)
seminterrato (ουσ αρσ )
seminudo (επίθ.)
semiografia (θηλ.ουσ)
semiologia (θηλ.ουσ)
semiologico (επίθ.)
semionda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---