Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsemirìgido
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [semiˈriʤido] 1 άκαμπτος μερικά ή σε τμήματα 2 σχεδόν ελαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |