Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semirìgido  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [semiˈriʤido]

1 άκαμπτος μερικά ή σε τμήματα
2 σχεδόν ελαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semiretta semirimorchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semiprofessionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semiprofessionistico (επίθ.)
semiraffinato (επίθ.)
Semiramide (θηλ. ουσ πληθ.)
semiretta (θηλ.ουσ)
semirigido (αρσ. επίθ και ουσ)
semirimorchio (ουσ αρσ )
semiscoperto (επίθ.)
semisecco (επίθ.)
semisecolare (επίθ.)
semiselvaggio (αρσ. επίθ και ουσ)
semiserio (επίθ.)
semisezione (θηλ.ουσ)
semisfera (θηλ.ουσ)
semisferico (επίθ.)
semisolido (επίθ.)
semisomma (θηλ.ουσ)
semispazio (ουσ αρσ )
semispento (επίθ.)
semita (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---