Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semitìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [semiˈtista]

ειδικός στους σημιτικούς λαούς ή τις γλώσσες τους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semitico semitistica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semispento (επίθ.)
semita (ουσ αρσ και θηλ.)
semita (επίθ.)
semitappa (θηλ.ουσ)
semitico (αρσ. επίθ και ουσ)
semitista (ουσ αρσ και θηλ.)
semitistica (θηλ.ουσ)
semitonato (επίθ.)
semitondo (επίθ.)
semitono (ουσ αρσ )
semitrasparente (επίθ.)
semitrasparenza (θηλ.ουσ)
semiufficiale (επίθ.)
semiufficioso (επίθ.)
semivestito (επίθ.)
semivivo (επίθ.)
semivocale (θηλ.ουσ)
semivocalico (επίθ.)
semola (θηλ.ουσ)
semolata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---