Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sensuóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sensuˈoso], [sensuˈozo]

1 αισθησιακός
2 ηδονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sensualmente sentenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sensualismo (ουσ αρσ )
sensualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sensualistico (επίθ.)
sensualità (θηλ.ουσ)
sensualmente (επίρ.)
sensuoso (επίθ.)
sentenza (θηλ.ουσ)
sentenziare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sentenziosamente (επίρ.)
sentenziosità (θηλ.ουσ)
sentenzioso (επίθ.)
sentiero (ουσ αρσ )
sentimentale (ουσ αρσ και θηλ.)
sentimentale (επίθ.)
sentimentalismo (ουσ αρσ )
sentimentalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sentimentalità (θηλ.ουσ)
sentimentalmente (επίρ.)
sentimento (ουσ αρσ )
sentina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---