ItalianoGreco


servìle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [serˈvile]

1 χαμερπής
2 ταπεινωτικός
3 τιποτένιος
4 ποταπός
5 ευτελής
6 υπηρετικός
7 δουλικός
8 δουλοπρεπής
9 ραγιάδικος
10 εθελόδουλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---