Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sèttico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛttiko]

σηπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  setticlavio settile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

settentrione (ουσ αρσ )
setter (ουσ αρσ )
setticemia (θηλ.ουσ)
setticemico (αρσ. επίθ και ουσ)
setticlavio (ουσ αρσ )
settico (επίθ.)
settile (επίθ.)
settima (θηλ.ουσ)
settimana (θηλ.ουσ)
settimanale (επίθ.)
settimanalmente (επίρ.)
settimino (ουσ αρσ )
settimino (επίθ.)
settimo (ουσ αρσ )
settimo (επίθ.)
setto (ουσ αρσ )
settore (ουσ αρσ )
settoriale (επίθ.)
settorialismo (ουσ αρσ )
settuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---