Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsèttuplo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛttuplo] εφταπλάσια ποσότητα sèttuplo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛttuplo] 1 εφταπλάσιος 2 εφταπλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |