Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfìngeo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfinʤeo]

1 αινιγματικός
2 μυστηριώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfinge sfinimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfilatino (ουσ αρσ )
sfilatura (θηλ.ουσ)
sfilettare (ρ. μτβ.)
sfilza (θηλ.ουσ)
sfinge (θηλ.ουσ)
sfingeo (επίθ.)
sfinimento (ουσ αρσ )
sfinire (ρ. μτβ.)
sfinirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfinitezza (θηλ.ουσ)
sfinito (επίθ.)
sfintere (ουσ αρσ )
sfinterico (επίθ.)
sfioccare (ρ. μτβ.)
sfioccarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfiondare (ρ. μτβ.)
sfioramento (ουσ αρσ )
sfiorare (ρ. μτβ.)
sfioratore (ουσ αρσ )
sfiorire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---