Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgommàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgomˈmare]

γίνομαι σκληρός από πολυκαιρία (για λάστιχα αυτοκινήτου)

sgommàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgomˈmare]

1 αφαιρώ λάστιχα αυτοκινήτου
2 βγάζω κόλλα
3 αφαιρώ το κόμμι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgomitolarsi sgommato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgomento (ουσ αρσ )
sgomento (επίθ.)
sgominare (ρ. μτβ.)
sgomitolare (ρ. μτβ.)
sgomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgommare (ρ.αμτβ.)
sgommare (ρ. μτβ.)
sgommato (επίθ.)
sgommatura (θηλ.ουσ)
sgonfiamento (ουσ αρσ )
sgonfiare (ρ.αμτβ.)
sgonfiare (ρ. μτβ.)
sgonfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgonfiato (επίθ.)
sgonfiatura (θηλ.ουσ)
sgonfio (ουσ αρσ )
sgonfio (επίθ.)
sgonfiotto (ουσ αρσ )
sgonnellare (ρ.αμτβ.)
sgorbia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---