Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgùscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzguʃʃo]

1 γλυφίδα
2 γλύφανο
3 καλέμι
4 σμίλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgusciatura shaker  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sguizzo (ουσ αρσ )
sgusciare (ρ.αμτβ.)
sgusciare (ρ. μτβ.)
sgusciatrice (θηλ.ουσ)
sgusciatura (θηλ.ουσ)
sguscio (ουσ αρσ )
shaker (ουσ αρσ )
shakerare (ρ. μτβ.)
shakespeariano (επίθ.)
shampoo (ουσ αρσ )
sherry (ουσ αρσ )
shiatsu (ουσ αρσ )
shimmy (ουσ αρσ )
shock (ουσ αρσ )
shockterapia (θηλ.ουσ)
shopping (ουσ αρσ )
short (ουσ αρσ )
show (ουσ αρσ )
showman (ουσ αρσ )
shrapnel (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---