Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sigarétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sigaˈretta]

το τσιγάρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sigaraio sigaretto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sigarette [θηλ. πλυθ.] di contrabbando = τα λαθραία τσιγάρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sifilide (θηλ.ουσ)
sifilitico (αρσ. επίθ και ουσ)
sifone (ουσ αρσ )
sigaraia (θηλ.ουσ)
sigaraio (ουσ αρσ )
sigaretta (θηλ.ουσ)
sigaretto (ουσ αρσ )
sigaro (ουσ αρσ )
sigillare (ρ. μτβ.)
sigillatura (θηλ.ουσ)
sigillo (ουσ αρσ )
sigillografia (θηλ.ουσ)
sigla (θηλ.ουσ)
siglare (ρ. μτβ.)
siglario (ουσ αρσ )
siglatura (θηλ.ουσ)
sigma (ουσ αρσ και θηλ.)
sigmatico (επίθ.)
sigmoideo (επίθ.)
sigmoidite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---