ItalianoGreco


silvèstre  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [silˈvɛstre]

1 δασόβιος
2 δασοδίαιτος
3 άγριος
4 δασικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---