Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simbolìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [simboˈlizmo]

συμβολισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simbolico simbolista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

simboleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
simboleggiatura (θηλ.ουσ)
simbolicamente (επίρ.)
simbolicità (θηλ.ουσ)
simbolico (επίθ.)
simbolismo (ουσ αρσ )
simbolista (ουσ αρσ και θηλ.)
simbolista (επίθ.)
simbolistico (επίθ.)
simbolizzare (ρ. μτβ.)
simbolizzazione (θηλ.ουσ)
simbolo (ουσ αρσ )
simbologia (θηλ.ουσ)
Simeone (κύρ.όν. αρσ.)
simico (επίθ.)
similare (επίθ.)
similarità (θηλ.ουσ)
simile (επίθ.)
similitudine (θηλ.ουσ)
similmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---