Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sintàgma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sinˈtagma]

σειριακή συντακτική αλληλοδιαδοχή σχέσεων μονάδων γλωσσικής δομής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sinovite sintagmatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sinostosi (θηλ.ουσ)
sinottico (αρσ. επίθ και ουσ)
sinovia (θηλ.ουσ)
sinoviale (θηλ. επίθ και ουσ)
sinovite (θηλ.ουσ)
sintagma (ουσ αρσ )
sintagmatico (επίθ.)
sintantoché (σύνδ.)
sintassi (θηλ.ουσ)
sintattico (επίθ.)
sinterizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sinterizzazione (θηλ.ουσ)
sintesi (θηλ.ουσ)
sinteticamente (επίρ.)
sinteticità (θηλ.ουσ)
sintetico (επίθ.)
sintetismo (ουσ αρσ )
sintetizzare (ρ. μτβ.)
sintetizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sintogramma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---