Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsirìaco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [siˈriako] γλώσσα της Συρίας sirìaco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [siˈriako] ο της Συρίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |