Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slegaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zlegaˈmento]

1 αποσύνδεση
2 ασυνέχεια
3 ανακολουθία
4 ασυνέπεια
5 ασυναρτησία
6 μποσικάδα
7 λύση
8 λύσιμο
9 ξέζεμα
10 ελευθεριότητα
11 ξελασκάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sleeping–car slegare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

slavofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
sleale (επίθ.)
slealmente (επίρ.)
slealtà (θηλ.ουσ)
sleeping–car (θηλ.ουσ)
slegamento (ουσ αρσ )
slegare (ρ. μτβ.)
slegarsi (ρ.μ. (αντων.))
slegato (επίθ.)
slegatura (θηλ.ουσ)
Slesia (κύρ.όν. θηλ.)
slip (ουσ αρσ πληθ.)
slitta (θηλ.ουσ)
slittamento (ουσ αρσ )
slittare (ρ.αμτβ.)
slittata (θηλ.ουσ)
slittino (ουσ αρσ )
slogan (ουσ αρσ )
slogare (ρ. μτβ.)
slogarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---