Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slovàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zloˈvakko]

1 (persona) ο Σλοβάκος, η Σλοβάκα
2 (lingua) τα σλοβακικά

slovàcco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zloˈvakko]

σλοβακικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Slovacchia Slovenia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sloggiare (ρ. μτβ.)
slombare (ρ. μτβ.)
slombarsi (ρ. μ. αμτβ.)
slombato (επίθ.)
Slovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
slovacco (ουσ αρσ )
slovacco (επίθ.)
Slovenia (κύρ.όν. θηλ.)
sloveno (ουσ αρσ )
sloveno (επίθ.)
slow (ουσ αρσ )
smaccato (επίθ.)
smacchiare (ρ. μτβ.)
smacchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smacchiatura (θηλ.ουσ)
smacco (ουσ αρσ )
smagato (επίθ.)
smagliante (επίθ.)
smagliare (ρ. μτβ.)
smagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---