Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόslovàcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zloˈvakko] 1 (persona) ο Σλοβάκος, η Σλοβάκα 2 (lingua) τα σλοβακικά slovàcco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zloˈvakko] σλοβακικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |