Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smarrìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zmarˈrito]

1 αμήχανος
2 ταραγμένος
3 μπερδεμένος
4 αναστατωμένος
5 ταραγμένος
6 παραπεταμένος
7 χαμένος
8 αδέσποτος
9 συγχυσμένος
10 σαστισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smarrirsi smarronare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


oggetti [αρσ. πλυθ.] smarriti = τα απολεσθέντα αντικείμενα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smarginatura (θηλ.ουσ)
smargottare (ρ. μτβ.)
smarrimento (ουσ αρσ )
smarrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarrirsi (ρ.μ. (αντων.))
smarrito (επίθ.)
smarronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarronata (θηλ.ουσ)
smartellare (ρ.αμτβ.)
smartellare (ρ. μτβ.)
smascellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smascheramento (ουσ αρσ )
smascherare (ρ. μτβ.)
smascherarsi (ρ.μ. (αντων.))
smascheratore (αρσ. επίθ και ουσ)
smascolinare (ρ. μτβ.)
smascolinizzazione (θηλ.ουσ)
smatassare (ρ. μτβ.)
smaterializzare (ρ. μτβ.)
smaterializzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---