Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smemoràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zmemoˈrato]

1 αφηρημένος άνθρωπος
2 ξεχασιάρης άνθρωπος

smemoràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zmemoˈrato]

1 λησμονιάρης
2 αφηρημένος
3 αμνήμων
4 ξεχασιάρης
5 επιλήσμων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smemoratezza smentire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smembrare (ρ. μτβ.)
smemoramento (ουσ αρσ )
smemorare (ρ.αμτβ.)
smemorataggine (θηλ.ουσ)
smemoratezza (θηλ.ουσ)
smemorato (ουσ αρσ )
smemorato (επίθ.)
smentire (ρ. μτβ.)
smentirsi (ρ.μ. (αντων.))
smentita (θηλ.ουσ)
smeraldino (επίθ.)
smeraldo (ουσ αρσ )
smerciabile (επίθ.)
smerciare (ρ. μτβ.)
smercio (ουσ αρσ )
smerdare (ρ. μτβ.)
smergo (ουσ αρσ )
smerigliare (ρ. μτβ.)
smerigliato (επίθ.)
smerigliatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---