socievolézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [soʧevoˈlettsa]
1 καλή συμπεριφορά
2 κοσμικότητα
3 φιλικότητα
4 τάση για κοινή συμβίωση
5 ομιλητικότητα
6 κοινωνικότητα
7 ευχάριστη και κοινωνική συμπεριφορά
8 ευγένεια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [soʧevoˈlettsa]
1 καλή συμπεριφορά
2 κοσμικότητα
3 φιλικότητα
4 τάση για κοινή συμβίωση
5 ομιλητικότητα
6 κοινωνικότητα
7 ευχάριστη και κοινωνική συμπεριφορά
8 ευγένεια
permalink
socievolezza (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android