Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sòfo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔfo]

1 σοφός άνθρωπος
2 εξυπνάκιας
3 σοφιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sofistico Sofocle  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sofisticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sofisticazione (θηλ.ουσ)
sofisticheria (θηλ.ουσ)
sofistico (ουσ αρσ )
sofistico (επίθ.)
sofo (ουσ αρσ )
Sofocle (κύρ.όν. αρσ.)
software (ουσ αρσ )
soggettista (ουσ αρσ και θηλ.)
soggettivamente (επίρ.)
soggettivare (ρ. μτβ.)
soggettivazione (θηλ.ουσ)
soggettivismo (ουσ αρσ )
soggettivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
soggettivistico (επίθ.)
soggettività (θηλ.ουσ)
soggettivo (επίθ.)
soggetto (ουσ αρσ )
soggetto (επίθ.)
soggezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---