Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsòma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔma] σώμα sòma ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔma] 1 επιβάρυνση 2 βάρος 3 φορτίο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |