Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsomministratóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [somministraˈtore] 1 χορηγός 2 προμηθευτής 3 διαχειριστής 4 δότης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |