ItalianoGreco


sonòro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈnɔro]

1 τμήμα ήχου ταινίας
2 κανάλι ήχου ταινίας
3 φιλμ με ήχο

sonòro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soˈnɔro]

1 εύηχος
2 κουδουνιστός
3 μεγαλόφωνος
4 συνταρακτικός
5 προφερόμενος
6 ηχητικός
7 παταγώδης
8 βοερός
9 ηχήεις
10 ηχερός
11 ηχηρός
12 καμπανιστός
13 θορυβώδης
14 αντηχών
15 που παράγει καθαρό ή έντονο ήχο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


colonna [θηλ.] sonora = το σάουντρακ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z