Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sopraggiùngere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sopradˈʤunʤere]

1 συμβαίνω αιφνίδια
2 εμφανίζομαι ξαφνικά
3 αρπάζομαι
4 δράττομαι
5 επέρχομαι
6 φτάνω απρόσμενα
7 βρίσκομαι τυχαία με κάποιον
8 έπομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopraggitto sopraggiunta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sopraffinestra (θηλ.ουσ)
sopraffino (επίθ.)
sopraffusione (θηλ.ουσ)
sopraggittare (ρ. μτβ.)
sopraggitto (ουσ αρσ )
sopraggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sopraggiunta (θηλ.ουσ)
sopraindicato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopralluogo (ουσ αρσ )
soprammanica (θηλ.ουσ)
soprammenzionato (επίθ.)
soprammobile (ουσ αρσ )
soprammodale (θηλ.ουσ)
soprammodo (επίρ.)
soprammondano (επίθ.)
soprammontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soprannaturale (ουσ αρσ )
soprannaturale (επίθ.)
soprannaturalismo (ουσ αρσ )
soprannaturalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---