Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsoprassòldo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [soprasˈsɔldo] 1 μπόνους 2 πρόσθετη αμοιβή 3 επιμίσθιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |