sostenùto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [sosteˈnuto]
1 υπερφίαλος
2 επηρμένος
3 ψυχρός και απόμακρος
4 υψιπετής
5 με παραμένουσα διάρκεια (μουσική)
6 σταθερός (για αγορά)
7 σταθερά ακριβός
8 κουμπωμένος
9 εφεκτικός
10 επιφυλακτικός
11 προσεχτικός
12 περιορισμένος σε λόγια και πράξεις
13 ακατάδεκτος
14 ψυχρός
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [sosteˈnuto]
1 υπερφίαλος
2 επηρμένος
3 ψυχρός και απόμακρος
4 υψιπετής
5 με παραμένουσα διάρκεια (μουσική)
6 σταθερός (για αγορά)
7 σταθερά ακριβός
8 κουμπωμένος
9 εφεκτικός
10 επιφυλακτικός
11 προσεχτικός
12 περιορισμένος σε λόγια και πράξεις
13 ακατάδεκτος
14 ψυχρός
permalink
sostenuto (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android