ItalianoGreco


sotterràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sotterˈrato]

1 παλιομοδίτικος
2 παλιός
3 άχρηστος
4 θαμμένος
5 καταχωνιασμένος στο έδαφος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z