ItalianoGreco


sottobòsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottoˈbɔsko]

1 χαμηλή βλάστηση δάσους
2 δασάκι σε απότομη πλαγιά
3 ποώδης βλάστηση
4 χαμόκλαδα
5 θάμνοι και μικρά δέντρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z