ItalianoGreco


sottosviluppàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sottozvilupˈpato]

1 καθυστερημένος οικονομικά
2 τριτοκοσμικός
3 υπανάπτυκτος
4 υποανάπτυκτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---