sovraccàrico
 
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sovrakˈkariko]
1 προσαύξηση
2 παραφόρτωμα
3 υπερβολική χρέωση
4 πρόσθετο τέλος
5 επιβάρυνση
6 υπερφόρτωση
7 παραφόρτωση
8 αύξηση φορτίου
sovraccàrico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sovrakˈkariko]
υπερφορτωμένος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sovrakˈkariko]
1 προσαύξηση
2 παραφόρτωμα
3 υπερβολική χρέωση
4 πρόσθετο τέλος
5 επιβάρυνση
6 υπερφόρτωση
7 παραφόρτωση
8 αύξηση φορτίου
sovraccàrico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [sovrakˈkariko]
υπερφορτωμένος (-η, -ο)
permalink
sovraccarico (ουσ αρσ )
sovraccarico (επίθ.)
                
                Οι Ιστοτοποι Μασ
                - Dizionario italiano
 - Grammatica italiana
 - Verbi Italiani
 - Dizionario latino
 - Dizionario greco antico
 - Dizionario francese
 - Dizionario inglese
 - Dizionario tedesco
 - Dizionario spagnolo
 - Dizionario greco moderno
 - Dizionario piemontese
 
En français
                
                
                In english
                
                
                In Deutsch
                
                
                En español
                
                
                Em portugues
                
                
                По русски
                
                
                Στα ελληνικά
                
                
                Ën piemontèis
                
                Οι κινητές εφαρμογές μας
                Android