ItalianoGreco


speculatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spekulaˈtivo]

1 επικίνδυνος
2 παράβολος
3 που περιέχει κερδοσκοπική τάση
4 αβέβαιος
5 συλλογιστικός
6 θεωρητικός
7 κερδοσκοπικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---