spegniménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [speɲɲiˈmento]
1 καταστολή
2 ακινητοποίηση
3 κατάσβεση
4 κατάπνιξη
5 εξάλειψη
6 σβήσιμο
7 σταμάτημα
8 κλείσιμο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [speɲɲiˈmento]
1 καταστολή
2 ακινητοποίηση
3 κατάσβεση
4 κατάπνιξη
5 εξάλειψη
6 σβήσιμο
7 σταμάτημα
8 κλείσιμο
permalink
spegnimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android