spenzolàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [spendzoˈlare]
1 αιωρούμαι
2 κρέμομαι
3 κρεμιέμαι ελεύθερα
4 εξαρτιέμαι
spenzolarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [spendzoˈlarsi]
1 αιωρούμαι
2 κρέμομαι
3 κρεμιέμαι ελεύθερα
4 εξαρτιέμαι
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [spendzoˈlare]
1 αιωρούμαι
2 κρέμομαι
3 κρεμιέμαι ελεύθερα
4 εξαρτιέμαι
spenzolarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [spendzoˈlarsi]
1 αιωρούμαι
2 κρέμομαι
3 κρεμιέμαι ελεύθερα
4 εξαρτιέμαι
permalink
spenzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spenzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android