Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sperimentàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sperimenˈtato]

1 δοκιμασμένος
2 ειδικευμένος
3 δόκιμος
4 ελεγχθείς
5 αποδεδειγμένος
6 μαθός
7 έμπειρος
8 πολύξερος
9 ειδικός
10 γνώστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperimentarsi sperimentatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperimentale (επίθ.)
sperimentalismo (ουσ αρσ )
sperimentalmente (επίρ.)
sperimentare (ρ. μτβ.)
sperimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sperimentato (επίθ.)
sperimentatore (ουσ αρσ )
sperimentazione (θηλ.ουσ)
sperlano (ουσ αρσ )
sperma (ουσ αρσ )
spermaceti (ουσ αρσ )
spermatico (επίθ.)
spermatogenesi (θηλ.ουσ)
spermatologia (θηλ.ουσ)
spermatorrea (θηλ.ουσ)
spermatozoo (ουσ αρσ )
spermicida (επίθ.)
speronamento (ουσ αρσ )
speronare (ρ. μτβ.)
speronata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---