ItalianoGreco


speróne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [speˈrone]

1 προεξέχουσα ρίζα ή κλαδί
2 πλήκτρο (πετεινού ή άνθους )
3 αντιτοίχισμα
4 σπιρούνι
5 ναυτικό έμβολο (αρχαία ιστορία)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---