ItalianoGreco


spiantàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spjanˈtato]

1 αδέκαρος άνθρωπος
2 αναπαραδιάρης
3 μπατίρης

spiantàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spjanˈtato]

1 απένταρος
2 μπατιρημένος
3 χρεοκοπημένος
4 ξεριζωμένος
5 αδέκαρος
6 άφραγκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---