ItalianoGreco


spigrìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spiˈgrire]

1 παρακινώ κάποιον στη δράση
2 κουνώ κάποιον από την τεμπελιά του


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---