ItalianoGreco


spìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspino]

1 βάτος
2 αγκαθωτός βάτος
3 αγκάθι (χρησιμοποίησε καλύτερα το spina)
4 πρινάρι
5 ασπάλαθος
6 σπαλαθιά
7 σπάλαθο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---