ItalianoGreco


spiritàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spiriˈtato]

δαιμονισμένος άνθρωπος

spiritàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spiriˈtato]

1 μανιασμένος
2 γεμάτος ζωή και σφρίγος
3 σοκαρισμένος
4 δαιμονισμένος
5 έντρομος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---