ItalianoGreco


spogliatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spoʎʎaˈtore]

1 λαφυραγωγός
2 πειρατής
3 άρπαγας
4 κουρσευτής
5 διαγουμιστής
6 ληστής
7 πλιατσικολόγος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---