ItalianoGreco


spolpàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spolˈpare]

1 ξεκοκαλίζω
2 απογυμνώνω από περιουσιακά στοιχεία
3 γδέρνω
4 ξεψαχνίζω
5 βγάζω τη σάρκα από

spolparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spolˈparsi]

1 απογυμνώνομαι (από περιουσιακά στοιχεία κλπ)
2 γίνομαι σκελετός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---