ItalianoGreco


sprecóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [spreˈkone]

1 πολυέξοδος
2 πολυδάπανος
3 σκορπαλευράς
4 σκορποχέρης
5 σπάταλος
6 πολυέξοδος
7 άσωτος
8 ανοιχτοχέρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---