ItalianoGreco


sprìzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsprittso]

1 αναλαμπή
2 αναπήδηση
3 σπίθισμα
4 αστραπή
5 ανάβλυση
6 τίναγμα
7 ανάβρυσμα
8 ανάβρυση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---