spuntóne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [spunˈtone]
1 κοντό δόρυ πεζικάριου (παλιό)
2 απότομη προεξοχή βράχου (ορειβασία)
3 ακίδα
4 ράβδος με μυτερή σιδερένια άκρη
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [spunˈtone]
1 κοντό δόρυ πεζικάριου (παλιό)
2 απότομη προεξοχή βράχου (ορειβασία)
3 ακίδα
4 ράβδος με μυτερή σιδερένια άκρη
permalink
spuntone (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android