ItalianoGreco


stacciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [statˈʧare]

1 εξετάζω προσεκτικά
2 εξετάζω λεπτομερώς
3 ψάχνω προσεκτικά κάτι
4 διερευνώ
5 κρησαρίζω
6 κοσκινίζω
7 ψιλοκοσκινίζω
8 καθαρίζω με κόσκινο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---