ItalianoGreco


stagnazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [staɲɲatˈtsjone]

1 μούχλιασμα
2 μαρασμός
3 νέκρα
4 οικονομική ύφεση
5 νεκρότητα
6 αδράνεια
7 αποτελμάτωση
8 απραξία
9 λίμνασμα
10 αναδουλειά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---