ItalianoGreco


stampìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stamˈpista]

1 εργάτης κατασκευής προὶόντων από συμπίεση καλουπιών
2 καλουπατζής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---